αβαντζάρισμα

αβαντζάρισμα
το [αβαντζάρω]
1. πλειοδοσία
2. καθαρό κέρδος
3. πλεόνασμα, περίσσευμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβαντζάρω — και αίρνω (Ι) (μτβ.) 1. προκαταβάλλω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αυξάνω 4. αυξάνω την τιμή, υπερτιμώ 5. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερβάλλω, υπερτερώ 6. οφείλω ή μού οφείλουν υπόλοιπο χρέους (II) (αμτβ.) 1. προχωρώ 2. προοδεύω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”